- νερόβραστος
- -η, -ο1. αυτός που έχει βραστεί μόνο με νερό2. ανούσιος, άνοστος3. μτφ. ανόητος, σαχλός4. αυτός που δεν έχει καθόλου ζωτικότητα, απαθής, ψυχρός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νερόβραστος — η, ο 1. αυτός που μαγειρεύεται χωρίς λάδι ή λίπος: Νερόβραστα φασόλια. 2. μτφ., άχαρος άνθρωπος, άνοστος, σαχλός: Νερόβραστος γαμπρός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)